- επανασεισις
- ἐπανάσεισιςἐπ-ανάσεισις-εως ἥ потрясание (против кого-л.)
(τῶν ὅπλων Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῶν ὅπλων Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επανάσεισις — ἐπανάσεισις, η (Α) [επανασείω] ύψωση ενός αντικειμένου ψηλά («ἥ τε διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων», Θουκ.) … Dictionary of Greek
ἐπανάσεισις — brandishing against fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)